- συγχρονώ
- -έω, Α [σύγχρονος]1. είμαι σύγχρονος με κάποιον2. αστρον. ανατέλλω συγχρόνως με άλλον3. μέσ. συγχρονοῡμαι, -έομαιγραμμ. κείμαι, συντάσσομαι στον ίδιο χρόνο («ὅ δύναται διελέγξαι τὸ ῥήμα μὴ συμπληθυνόμενον ἤ συγχρονούμενον», Απολλ. Δύσκ.).
Dictionary of Greek. 2013.